- συναγελασμός
- οστενή κοινωνική επαφή με κατώτερα άτομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συναγελασμός — herding together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών … Dictionary of Greek
συναγελασμοῖς — συναγελασμός herding together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμοί — συναγελασμός herding together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμοῦ — συναγελασμός herding together masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμῷ — συναγελασμός herding together masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμόν — συναγελασμός herding together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… … Dictionary of Greek
συναγελισμός — ὁ, Α βλ. συναγελασμός … Dictionary of Greek
συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek